Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ Ο ΜΑΡΤΥΣ Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ !

Βλαστός  Αθήνας   ήσουνα νεοφανή αστέρα,
που  πάμπτωχος  και άσημος  ήρθες σ΄αυτόν τον κόσμο.
Μοίρα  καλή σου στάθηκε  η δόλια Καλομοίρα 
που ευσεβώς σ΄ανέθρεψε ,αντάμα  με τον Μήτρο,
η μάνα σου η αγαπητή ,μαζί  με τον πατέρα.
Μικρός  και δωδεκάχρονος  σε τούρκους αρβανίτες 
πιάστηκες να υπηρετείς ,να βγάζεις τον μισθό σου,
και με αυτόν να βοηθάς  τους άπορους  γονείς σου.
Τ΄αφεντικά σου  στον Μωρηά πήγαν για να κουρσέψουν ,
Ελληνες για  να σφάξουνε ,εύκολα να πλουτήσουν
 και εσύ τους ακολούθησες σ΄αυτό τους το ταξίδι
 ανήμπορος κι αδύναμος κι αναγκεμένος δούλος.
Εκεί  σε  ξεφορτώθηκαν ,σε πούλησαν για σκλάβο
σ' αγαρηνούς εμίρηδες , του Αλλάχ τους υπηρέτες.
Κι αυτοί σκοπό τους το βάλαν το να σε εκτουρκίσουν, 
με ξύλο και βασανισμούς ,με άγριες φοβέρες , 
να αλλάξουνε την πίστη σου,να κλέψουν την ψυχή σου. 
Αλλά  δεν τα  κατάφεραν οι άγριοι κύριοι σου  
κι αδούλωτο  εκράτησες  το νεανικό σου πνεύμα.
Κι έτσι μαζί σε πήρανε ,  ψηλά εις την Ευρώπη, 
στον Δούναβη τον ποταμό,στο τούρκικο  ασκέρι.
Πέντε φορές πουλήθηκες σε πέντε αφεντάδες 
που  μύρια όσα  σου ΄καναν  για ν΄αλλαξοπιστήσεις! 
Πότε με τα ταξίματα, πότε με τις  φοβέρες, 
κάποτε  με  παιδέματα και κάποτε με ξύλο, 
μάταια εκοπίασαν να κάνουν τον γενναίο 
Αντώνιο  να  αρνηθεί  την πίστη  της μητρός του.
Ξάφνου  αχτίδα έφεξε  της θείας καλοσύνης ,
και πάλιν επουλήθηκες  σε  χριστιανό αφέντη,
μεταξουργός στην τέχνη του για τετρακόσια γρόσια ,
σε πήρε  και σε γλύτωσε  απ΄τ΄άγρια θηρία.
Σε σπίτι σ΄έμπασε  καλό ,και μέσα σ΄οικογένεια,
και πήγες σε Πνευματικό τις αμαρτίες σου είπες 
με πίστη και κατάνυξη και συντριβή καρδίας 
και κείνος σε κοινώνησε Χριστού  Σώμα και Αίμα
 στου Α'ι' Νικόλα τον ναό της βασιλίδος Πόλης.
Υπηρετούσες  πρόθυμα τον νέον κύριο σου ,
και ευχαριστούσες τον Χριστό γιαυτόν τον λυτρωμό σου.
Και ήσουνα  δούλος αρεστός στο νέο αφεντικό σου.
Μιά νύχτα είδες όνειρο σημαδιακό ,σπουδαίο,
πανώρια όψη γυναικός να σου μιλεί ,να λέει,
πως  δύναμη ,βοήθεια  πολλή θε να σου δίνει ,
σε κίνδυνο  μη φοβηθείς στάσου μ΄ αντρειοσύνη. 
Σε σκέπασε,  σ΄ ευλόγησε με τ΄άγιο  φόρεμα της,
όταν τον λόγο τέλειωσε ,και χάθηκε η θωριά της.
Ευθύς  ξυπνά ο Αντώνιος και στην κυρά του πάει,
τ΄ όνειρο εφανέρωσε,  και τ΄ όνειρο της λέει,
εκείνη   τότε σαν σοφή του λέει να μη φοβάται,
μα ατός του εκατάλαβε πως  θε να μαρτυρήσει,
για την αγάπη  του Χριστού ,την πίστη  την αγία.
Οταν λοιπόν ξημέρωσε στο εργαστήρι πάει,
κι ο τελευταίος αγαρηνός αφέντης του περνάει ,
τον βλέπει κοντοστέκεται  και τον αναγνωρίζει, 
και αρχίζει αμέσως ψέμματα να λέει κι κατηγόριες,
πως τάχα έφυγε απ΄ αυτόν παρά την θέλησή του,
πως πρώτα τούρκος ήτανε και τώρα δεν πιστεύει.
Μάρτυρες, ψευδομάρτυρες ,όχλος αγριεμένος,
τον έπιασαν ,τον έδειραν στον δικαστή τον φέρνουν,
Ρωτά ο κριτής  τον άγιο αν είναι αλήθεια ετούτα,
αν το ισλάμ  επρόδωσε ,των τούρκων την θρησκεία. 
Τότε ο άγιος απαντά άφοβα και με θάρρος,
πως έχει χριστιανούς γονείς πως είναι βαφτισμένος, 
και με το λάδι του Χριστού πως είναι μυρωμένος,
πως μύριοι θάνατοι γι΄Αυτόν είναι ακόμη λίγοι.
Τ΄άκουσε ο κριτής  αυτά  κι΄άρχισε να του τάζει
και πλούτη και αξιώματα και δόξες και αξίες,
μα ο άγιος περιγελά και τόνε κοροϊδεύει,
κι΄αρχίζει ο τούρκος δικαστής με τ΄ άγριο το βλέμμα , 
φοβέρες γι΄ανυπόφορους κι΄ελεεινούς θανάτους,
γιά να  δειλιάσει την ψυχή, το θάρρος να νεκρώσει.
Κι΄ο ευλογημένος θαρρετά του απάντησε και του΄πε.
Την πίστη μου προς τον Χριστό μ΄αυτές σου τις φοβέρες ,
ποτέ μου δεν θα απαρνηθώ ,ποτέ δεν θα αφήσω.
Βασάνισε ,μαστίγωσε,κομμάτιασε το σώμα,
τρόπους παλιούς βάλε μπροστά και νέους βρες ακόμα,
σκέψου καινούριο θάνατο οδυνηρό για μένα ,
κι όταν εσύ χριστιανός μπορεί να έχεις γίνει,
εγώ την πίστη στον Χριστό πάλι  θα την κατέχω,
και πάντα  θα ομολογώ πως έχω αληθινό Θεό ,
τον Ιησού μου τον   Χριστό,  τον  βασιλιά του κόσμου. 
Τ΄άκουσε  τούτα  ο κριτής κι άρχισε να θαυμάζει
τον χριστιανό Αντώνιο τον μάρτυ τον γενναίο,
και μ΄ένα  βλέμμα  άγριο άρχισε να προσβάλλει
 τους δόλιους αγαρηνούς τους  μάρτυρες του ψεύδους, 
ότι αδίκως  έστησαν τον μάρτυρα σε δίκη ,
εκείνοι όμως φώναζαν και καταμαρτυρούσαν 
πως τάχα ο Αντώνιος ήτανε μουσουλμάνος,
και πως την πιστή αρνήθηκε  μαζί με  το  Κοράνι .
Τότε ο κριτής τον μάρτυρα τον πήρε παραπέρα,
και πρόσωπο με πρόσωπο  τις συμβουλές τις δίνει, 
λυπήσου νέε την νιότη σου  και για την ώρα αρνήσου ,
 την πίστη σου προς τον Χριστό,για να το δουν οι εχθροί σου ,
να φύγουν να σ΄αφήσουνε ελεύθερο και τότε ,
εσύ ξανά χριστιανός  πιότερο να πιστεύεις . 
Ο μάρτυς όμως του Χριστού τα λόγια του Κυρίου
γι αυτούς που θα τον αρνηθούν και  που θα δειλιάσουν ,
ότι και Αυτός  θα αρνηθεί ότι δικοί του είναι,
μπροστά εις τον Πατέρα μου ,ψηλά εις τα ουράνια,
άκουσε μέσα  του φωνή να του υπενθυμίζει . 
Δεν δέχτηκε ο μακάριος  την πίστη του ν ΄αλλάξει
και πιο πολύ εφώναζε πως του Χριστού είναι δούλος .
Άδικη τότε ο κριτής απόφαση  εκδίδει,
και μ΄ άνθρωπο του  μυστικά την στέλνει στον βεζίρη, 
τι  ότι αναγκάστηκε  αυτός  να την εκδώσει
για να καλμάρει την οργή την βάρβαρη του όχλου,
που με μανία περισσή γύρευε να σκοτώσει 
τον μάρτυρα Αντώνιο  χωρίς καμιά αιτία.  
Ηρθε ο άγιος του Θεού μπροστά εις τον βεζίρη,
και  κείνος με παινέματα και με τις κολακείες 
να τον τουρκέψει ήθελε ,να του αλλάξει πίστη,
αδύνατο εστάθηκε  το φρόνημα να κάμψει
του Αντωνίου το στερρό και το ανδρειωμένο,
και εύκολα το εννόησε πως ήτανε αθώος ,
για όσες οι αγαρηνοί φωνάζαν κατηγόριες,
τον έκλεισε στα σίδερα στην φυλακή τον βάζει,
πως  τάχα δεύτερη φορά να τον ακούσει θέλει ,
μον΄ γύρευε περίσταση να τον ελευθερώσει,
χωρίς ο όχλος να το δει και να το καταλάβει.
Χαρά μεγάλη ένοιωσε στης φυλακής τα μέρη,
και όλους τους εμψύχωνε και τους παρηγορούσε.
Μια γραφή του έστειλε στον χριστιανό  αφέντη ,
για του πει ευχαριστώ που τον επήρε δούλο,
συγχώρεση εζήτησε κι΄από τους πρεσβυτέρους,
και την ευχή τους ήθελε εφόδιο στο μαρτύριο. 
Ηθελε ο μακάριος  και στους φτωχούς γονείς του,
να δώσουνε  την είδηση ότι θα μαρτυρήσει.
Πήγαν και ήρθαν κάμποσες φορές οι συκοφάντες,
εις τον βεζίρη τους μπροστά με όρεξη για αίμα,
του Αντωνίου θέλοντας να το ιδούν να τρέχει,
εκείνος το ανάβαλλε και τότε η κακία 
εις τον σουλτάνο έφθασε την κορυφή του κράτους
ασύστολα κατηγορούν Αντώνιο και βεζύρη,
τον πρώτο αρνησίθρησκο τον άλλον δωρολήπτη.
Ο βασιλιάς φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους,
κι΄ έβγαλε την απόφαση κατά του Αντωνίου,
ή τούρκεμα ή θάνατος χωρίς αργοπορία.
Χάρηκεν ο Αντώνιος ως θησαυρόν να βρήκε ,
κι έτρεχε προς τον θάνατο ωσάν σε πανηγύρι.
Και εκλινε τον αυχένα του  εκεί στο Ακ Σαρά'ι',
''Εις χείρας σου  ω Κύριε το πνεύμα παραδίδω'',
είπε και ευθύς ο δήμιος την κεφαλή του κόβει.
Το λείψανο του αγόρασαν οι χριστιανοί της Βλάγκας, 
και παίρνοντας το  με πομπή  το φέρανε στον τάφο ,
 και ευλαβικά το έθαψαν δίπλα στην εκκλησία, 
της Ζωοδόχου της Πηγής το μέγα μοναστήρι.
Με τις πρεσβείες σου Άγιε είθε να αξιώσεις 
και μεις εις τον Παράδεισο να είμαστε μαζί σου.

ΤΙΜΑΤΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ  ΤΗΝ 5η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΦΩΣ Ο ΠΑΤΗΡ,ΦΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ,ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ

ΦΩΣ Ο ΠΑΤΗΡ,ΦΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ,ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ  ΠΝΕΥΜΑ

προσευχη.....

προσευχη.....