Ο γέρος κοντοστάθηκε μπρος στο νοσοκομείο,
στεκόταν έτσι μόνος του καταμεσής του δρόμου,
κυττάζοντας το κτήριο που βρίσκονταν μπροστά του,
και έτρεμαν τα χέρια του , μα όχι από το κρύο,
αλλά απ΄ ότι έκρυβε βαθιά μες την ψυχή του.
Πρώτη φορά κατάλαβε ,μετά ΄πο τόσα χρόνια ,
πόσο μικρός κι ασήμαντος ο άνθρωπος υπάρχει,
τώρα που χειρουργούσανε μες το νοσοκομείο,
το ένα το μονάκριβο παιδί που΄χε στον κόσμο.
Από το σπίτι έφυγε όντας ακόμη νέος,
αφήνοντας το σπλάχνο του και την αγαπημένη,
γυναίκα του, για τις δουλειές, για χρήματα, για δόξες,
κι έτσι τα χρόνια κύλησαν και χάθηκαν για πάντα,
κι έγιν΄ αυτός ανάμνηση, μία σκιά πατέρα,
κι όχι ο πατέρας που ΄θελε και λαχταρούσε ο γιός του.
ΑΠΕΤΡΙΤΗΣ06122025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου